- δῖνωτός
- δῖνωτός (δῖνόω): turned, rounded; freely applied to ornamental work, Il. 13.407, Od. 19.56.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δινωτός — δινωτός, ή, όν (Α) [δίνος] 1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος 2. σκεπασμένος γύρω γύρω 3. περιστροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ ( όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός … Dictionary of Greek
δινωτός — δῑνωτός , δινωτός turned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτόν — δῑνωτόν , δινωτός turned masc acc sg δῑνωτόν , δινωτός turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖο — δῑνωτοῖο , δινωτός turned masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖς — δῑνωτοῖς , δινωτός turned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖσι — δῑνωτοῖσι , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖσιν — δῑνωτοῖσιν , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῦ — δῑνωτοῦ , δινωτός turned masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτούς — δῑνωτούς , δινωτός turned masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτῇ — δῑνωτῇ , δινωτός turned fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτή — δῑνωτή , δινωτός turned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)